Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπ' αὐτοφώρῳ λαβεῖν

См. также в других словарях:

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • αυτοβοεί — αὐτοβοεί επίρρ. (Α) 1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν») 2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + βοή, με επιρρ. κατάλ. εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»